σκληρέ

σκληρέ
σκληρός
hard
masc voc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • βδέλλα — (hirudo). Δακτυλιοσκώληκας της τάξης των γναθοβδελλομόρφων, γνωστός και ως β. η ιατρική. Ζει κυρίως στα στάσιμα γλυκά νερά και είναι το τυπικό παράδειγμα του παρασιτικού απομυζητικού οργανισμού. Το πρασινωπό σώμα της είναι κυλινδρικό, μαλακό,… …   Dictionary of Greek

  • νεκρός — ή, ό 1. πεθαμένος: ...Σκληρέ κόσμε! και δεν τους λυπάσαι την τιμή, όταν είναι νεκρές (Σολωμός). 2. μτφ., αυτός που δεν έχει ζωτικότητα, κίνηση: Γιατί κανείς πριν πέσει χάμω, νεκρός, σωστό το μέτρο του να δείξει δεν μπορεί (Γ. Βλαχογιάννης). 3.… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σκλήρ' — σκληρά , σκληρός hard neut nom/voc/acc pl σκληρά̱ , σκληρός hard fem nom/voc/acc dual σκληρά̱ , σκληρός hard fem nom/voc sg (attic doric aeolic) σκληρέ , σκληρός hard masc voc sg σκληραί , σκληρός hard fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”